σαπρότητα

σαπρότητα
η
σαπίλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαπρότητα — η / σαπρότης, ητος, ΝΑ [σαπρός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση …   Dictionary of Greek

  • σαπρότητα — σαπρότης rottenness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηπεδών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδες αρχ. 1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη 2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» πυώδεις χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”